- σειρήτι
- το, Νβλ. σιρίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειρήτι — το βλ. σιρίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… … Dictionary of Greek
κορδόνι — το 1. πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, σειρήτι, γαϊτάνι 2. σχοινί ή σχοινοτενές δέρμα για το δέσιμο τών παπουτσιών («λύθηκαν τα κορδόνια σου») 3. (ως επίρρ.) κατά σειρά 4. φρ. α) «η δουλειά πάει κορδόνι» η δουλειά προχωράει,… … Dictionary of Greek
λωμάτιον — λωμάτιον, τὸ (Α) [λώμα] (υποκορ. τού λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα τής άκρης τού φορέματος … Dictionary of Greek
πασμαντερί — το ταινία, σειρήτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passementerie < ρ. passementer «σειρητώνω»] … Dictionary of Greek
σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… … Dictionary of Greek
τσιλιφάκι — το, Ν είδος λεπτού ελικοειδούς κεντήματος με σειρήτι … Dictionary of Greek